Στολή Συνώνυμα


Στολή Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αμετάβλητη, συνεπή, απαρέγκλιτη, επίμονη, σταθερή, ίδια, ακριβώς, καθολική, γενική, θεμιτές.
  • θεμιτές, ομοιογενές, παρόμοια, ίδιο, τακτική, σταθερά, απαρέγκλιτη, αδιαφοροποίητα, συμμετρικά, όμοια.

Στολή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • εξοπλισμού, εργαλείων, εξέδρα, σύνολο, ρούχα, προικός είδη, ενδύματα, κοστούμι, getup, έπιπλα, προμήθειες, διατάξεις, υλικό, σύνεργα, απαραίτητα, ανάγκες.
  • ομάδα, στράτευμα, συμμορία, θίασος, εταιρεία, αποκόλληση, λεπτομέρεια, μπάντα, δύναμη, σώμα, πλήρωμα, συγκέντρωσης.
  • στολή, κοστούμι, άμφια, φόρεμα, το ενδυμα.
  • στολή, συνήθεια, κοστούμι, μετάξια, regimentals, εμβλήματα.

Στολή Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • εξοπλίσει, διάταξη, εξέδρα, προσάρμοζε, κατάστρωμα, προμήθεια, προσκομίσει, φόρεμα, κοστούμι, διορίζει, αλιευτικά εργαλεία, ένδυμα, αξιοποιήσει.
Στολή Συνώνυμο συνδέσεις: αμετάβλητη, απαρέγκλιτη, επίμονη, σταθερή, ίδια, ακριβώς, καθολική, γενική, θεμιτές, θεμιτές, παρόμοια, ίδιο, τακτική, σταθερά, απαρέγκλιτη, εξέδρα, σύνολο, ρούχα, προικός είδη, κοστούμι, getup, έπιπλα, προμήθειες, υλικό, σύνεργα, απαραίτητα, ομάδα, στράτευμα, συμμορία, θίασος, μπάντα, δύναμη, σώμα, συγκέντρωσης, στολή, κοστούμι, φόρεμα, στολή, συνήθεια, κοστούμι, εξοπλίσει, εξέδρα, προσκομίσει, φόρεμα, κοστούμι, ένδυμα, αξιοποιήσει,

Στολή Αντώνυμα