επίμονη Συνώνυμα


Επίμονη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • επίμονη, ανεξέλεγκτη, δυσεπίλυτο, πεισματάρης, επίμονος, πυρίμαχων υλικών, χρόνια.
  • επίμονη.
  • πεισματάρης, στενόμυαλη, επίμονης, προς τα εμπρός, ισχυρογνώμων, μην προσμένεις, ξεροκεφαλιά, ανυποχώρητο, ανυποχώρητη, αποφασιστική, single-minded, πείσμονος, ακλόνητη, pertinacious, επίμονος, πυρίμαχα.

Επιμονή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • επιμονή, αποφασιστικότητα, ανάλυση, σταθερότητα, πείσμα, αντοχή, stick-to-itiveness, επιμέλεια, tirelessness, ζήλο, αφοσίωση.
  • επιμονή, ψήφισμα, αντοχή, επιμέλεια, ζήλο, stick-to-itiveness, αποφασιστικότητα, σταθερότητα, αφοσίωση, immovability.
  • ζήτηση, ισχυρισμό, έμφαση, άγχος, επανάληψη, προτρέποντας, επιμονή, ταύτιση απόψεων, αδιαλλαξία.
  • πείσμα.
επίμονη Συνώνυμο συνδέσεις: επίμονη, ανεξέλεγκτη, δυσεπίλυτο, πεισματάρης, επίμονος, χρόνια, επίμονη, πεισματάρης, στενόμυαλη, προς τα εμπρός, ισχυρογνώμων, μην προσμένεις, αποφασιστική, single-minded, ακλόνητη, pertinacious, επίμονος, πυρίμαχα, επιμονή, ανάλυση, πείσμα, αντοχή, stick-to-itiveness, επιμέλεια, ζήλο, αφοσίωση, επιμονή, αντοχή, επιμέλεια, ζήλο, stick-to-itiveness, αφοσίωση, ισχυρισμό, έμφαση, άγχος, επανάληψη, επιμονή, πείσμα,

επίμονη Αντώνυμα