συντομεύσει Συνώνυμα
Συντομεύσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- μείωση, ελαττώσει, περιορίσει, μειώνει, abridge, συντομεύσει, συμπυκνώνονται, σύμβαση, περιορίζουν, κάνω οικονομίες, lop, τελειώματα, βαρίδι, ανακαλέσει.
- συμπίεση, συμπυκνώνονται, συντομεύσει, abridge, κομμένα, σύμβαση, αφομοιώσει, ελαττώσει, περιορίσει, μειώνει, μείωση, αποτελούν την επιτομή.