αφομοιώσει Συνώνυμα


Αφομοιώσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ενσωματώσει, μεταβολίζουν, αφομοιώσει, απορροφούν.
  • ενσωμάτωση, εσωτερικεύουν, εγκρίνει, αγκαλιάσει, μίγμα, μπερδεύονται, πολιτογραφηθούν, προσαρμογή, φιλοξενήσουν, προσθέτει με εκλογή μεταξύ.
αφομοιώσει Συνώνυμο συνδέσεις: ενσωματώσει, αφομοιώσει, απορροφούν, εγκρίνει, μίγμα, μπερδεύονται, προσαρμογή, προσθέτει με εκλογή μεταξύ,

αφομοιώσει Αντώνυμα