σαπίζω Συνώνυμα


Σαπίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ταπεινώσει, ντροπή, abash, ερωτικής, απογοήτευση, φέρουν σε δύσκολη θέση, ζαλίζω, ταπεινός, ξεφουσκώσει, κάτω, φλερτ, την πρακτική, καταθέσει.
σαπίζω Συνώνυμο συνδέσεις: ταπεινώσει, ντροπή, abash, απογοήτευση, φέρουν σε δύσκολη θέση, ζαλίζω, ταπεινός, ξεφουσκώσει, κάτω, φλερτ, την πρακτική, καταθέσει,

σαπίζω Αντώνυμα