ζαλίζω Συνώνυμα


Ζαλίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αναισθητοποίησης.
  • ματαιώσουν, disconcert συγχύσει, διάφραγμα, αναστατωμένος, αποφεύγουν να προβούν, φύλλο αλουμινίου, σακατεύω, ήττα.
  • συγχέουν, κλούβιος, αποπροσανατολίσει, σύγχυση, συγχέουμε, προβληματίζουν, bemuse, ζάλη, να αποκρύψει, κούτσουρο, παζλ, διάφραγμα, σαστίζω, συγχύσει.
  • φέρουν σε δύσκολη θέση fluster, διατηρούνται ίδρυμα προκαλέσει διαταραχές, abash, disconcert, συγχέουμε, κουδουνίστρα, στενοχωρώ, τρομάζω.
ζαλίζω Συνώνυμο συνδέσεις: αναισθητοποίησης, ματαιώσουν, διάφραγμα, αποφεύγουν να προβούν, φύλλο αλουμινίου, σακατεύω, ήττα, συγχέουν, κλούβιος, αποπροσανατολίσει, σύγχυση, προβληματίζουν, bemuse, ζάλη, να αποκρύψει, κούτσουρο, παζλ, διάφραγμα, σαστίζω, συγχύσει, διατηρούνται ίδρυμα προκαλέσει διαταραχές, abash, disconcert, κουδουνίστρα, στενοχωρώ, τρομάζω,

ζαλίζω Αντώνυμα