αποφεύγουν να προβούν Συνώνυμα


Αποφεύγουν Να Προβούν Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • εμπόδιο, απογοήτευση, ήττα, stymie, μπλοκ, μπαρ, ελέγχου, απόφραξη, αυτοσυγκράτηση.

Αποφεύγουν Να Προβούν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αρνούνται, πίσω, αποφεύγουν, καταπολέμηση, dodge, αποφεύγω, δειλιάζω, ανάκρουση, blench, demur, κολλήσει πίσω, κολλήσει στο, διστάσετε.
  • ματαιώσει, outwit, ανασταλτικά, μπλοκ, διάφραγμα, έλεγχος, εμποδίζουν, παράκαμψη, ματ, ξεγελώ, φύλλων αλουμινίου, disconcert, απογοητεύσει.
αποφεύγουν να προβούν Συνώνυμο συνδέσεις: εμπόδιο, απογοήτευση, ήττα, μπλοκ, μπαρ, ελέγχου, αυτοσυγκράτηση, πίσω, αποφεύγουν, dodge, δειλιάζω, ανάκρουση, blench, διστάσετε, ματαιώσει, outwit, ανασταλτικά, μπλοκ, διάφραγμα, εμποδίζουν, παράκαμψη, ματ, ξεγελώ, disconcert, απογοητεύσει,

αποφεύγουν να προβούν Αντώνυμα