εμποδίζουν Συνώνυμα


Εμποδίζουν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • απόκρυψη, οθόνη, ασπίδα, σκοτεινές, διακόπτει, κουρτίνα, μπλοκ, πρόληψη, μπαρ.
  • εμποδίζουν, εμπόδιζαν, ματαιώσει, ελέγξτε, μπλοκ, φράξει, κράμπα, αποφεύγουν να προβούν, επιβαρύνει, περιορίζουν, καθυστερούν, αργή, καθυστερήσει, αναστέλλουν.
  • εμποδίζουν, σταματήσει, μείνετε, αποτροπή, ελέγξτε, καθυστερήσει, ματαιώσει, επιβαρύνει, φύλλων αλουμινίου, μπαρ, μπλοκ.
  • πνιγούν φράξει, σταματήσει, εμποδίζουν, καθυστερούν, ελέγξτε, μπαρ, οδόφραγμα.
εμποδίζουν Συνώνυμο συνδέσεις: απόκρυψη, οθόνη, σκοτεινές, κουρτίνα, μπλοκ, πρόληψη, μπαρ, εμποδίζουν, ματαιώσει, μπλοκ, φράξει, αποφεύγουν να προβούν, καθυστερούν, αργή, αναστέλλουν, εμποδίζουν, σταματήσει, αποτροπή, ματαιώσει, μπαρ, μπλοκ, σταματήσει, εμποδίζουν, καθυστερούν, μπαρ, οδόφραγμα,

εμποδίζουν Αντώνυμα