προκατάληψη Συνώνυμα


Προκατάληψη Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • προκατάληψη, κλίση, προτίμηση, στάση, μεροληψία, ευνοιοκρατία, μονομέρεια, παραμόρφωση, δογματισμό, θρησκοληψία.

Προκατάληψη Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • θίγει, ράπισμα, στημόνι, στρίψιμο, βάρους, επηρεάζουν, ταλάντωση, κατήχηση, κλίση, προδιαθέτουν.
προκατάληψη Συνώνυμο συνδέσεις: προκατάληψη, κλίση, προτίμηση, στάση, μεροληψία, ευνοιοκρατία, ράπισμα, στημόνι, κατήχηση, κλίση, προδιαθέτουν,

προκατάληψη Αντώνυμα