μεροληψία Συνώνυμα


Μεροληψία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • προκατάληψη, κομματισμό, μονομέρεια, αδικία, προτίμηση, ευνοιοκρατία, προδιάθεση, φατριασμό, τοπικισμός, clannishness, νεποτισμό.
μεροληψία Συνώνυμο συνδέσεις: προκατάληψη, αδικία, προτίμηση, ευνοιοκρατία,

μεροληψία Αντώνυμα