πεζοδρόμιο Συνώνυμα


Πεζοδρόμιο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • πεζοδρόμιο, οδοστρωσίας, διάβαση πεζών, διάδρομο.
  • συγκράτησης, ελέγχου, χαλινάρι, rein, κράμπα, πτύχωση, αποτροπής, καλωδίων.

Πεζοδρόμιο Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • συγκράτηση, ελέγξτε, υποτάξει, καταστολή, διαχείριση, αναστέλλει, κράμπα, πτύχωση, περιορίζουν, χαλινάρι, περιορίσετε, καθυστερούν, δαμάσει, υποχρεώνουν, χαλιναγωγήσει, ρύγχος, λουρί, πρόσδεσης.
πεζοδρόμιο Συνώνυμο συνδέσεις: πεζοδρόμιο, διάδρομο, ελέγχου, χαλινάρι, rein, πτύχωση, συγκράτηση, υποτάξει, καταστολή, διαχείριση, πτύχωση, χαλινάρι, καθυστερούν, υποχρεώνουν, ρύγχος, πρόσδεσης,

πεζοδρόμιο Αντώνυμα