πάρεργο Συνώνυμα


Πάρεργο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • απασχόληση, χόμπι, εκτροπής, διασκέδαση, χαλάρωση, απόσπαση της προσοχής, αναψυχής, επιπλέον, ενδιαφέρον.
πάρεργο Συνώνυμο συνδέσεις: απασχόληση, χόμπι, εκτροπής, διασκέδαση, χαλάρωση, απόσπαση της προσοχής, αναψυχής, επιπλέον, ενδιαφέρον,

πάρεργο Αντώνυμα