επιπλέον Συνώνυμα


Επιπλέον Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • επιπλέον, περισσότερο, συμπληρωματική, ανταλλακτικά, ξένες, πλεόνασμα, αποθεματικό, περαιτέρω, υπερβολικό, το περιττό, από υπερβάλλων ζήλο, υπεράριθμα.
  • συμπληρωματικά, επιπλέον, πιο, επισυνάπτεται, επιτίθεται, αυξημένη, βοηθητικών, περαιτέρω, ανταλλακτικά, άλλα, νέα, φρέσκα.

Επιπλέον Συνώνυμα Επίρρημα μορφή

  • περαιτέρω.

Επιπλέον Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • προσθήκη, συμπλήρωμα, επέκταση, αξεσουάρ, εξάρτημα, πρόσφυμα, κατανοητή, προσάρτημα, μπόνους, συν, supererogation.
επιπλέον Συνώνυμο συνδέσεις: επιπλέον, συμπληρωματική, ανταλλακτικά, περαιτέρω, από υπερβάλλων ζήλο, επιπλέον, περαιτέρω, ανταλλακτικά, άλλα, νέα, περαιτέρω, προσθήκη, συμπλήρωμα, επέκταση, αξεσουάρ, εξάρτημα, πρόσφυμα, κατανοητή, προσάρτημα, μπόνους, συν,

επιπλέον Αντώνυμα