πάρεργο Αντώνυμα


Πάρεργο Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • επάγγελμα, κατοχή, επιχειρήσεις, δουλειά, καριέρα, ενασχόληση.

πάρεργο Συνώνυμα