διαρροή Συνώνυμα


Διαρροή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • άνοιγμα, σχισμή, διάλειμμα, τρύπα, αχτίδα, ρωγμή, παρακέντηση, διάτρηση, κοιλότητες.
  • ισχιακή προβολή, λήξη, ελάττωμα, αδυναμία, ατέλεια, αποκάλυψη, έκθεση, έλλειψη.

Διαρροή Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • στάζουν, διαρρεύσει, φιλτράρω, διαφυγής, φθάσουν, διαρροή, στάζει, ντρίμπλα, αποπνέουν, απαλλαγή.
διαρροή Συνώνυμο συνδέσεις: σχισμή, διάλειμμα, τρύπα, αχτίδα, παρακέντηση, διάτρηση, ισχιακή προβολή, λήξη, ελάττωμα, αδυναμία, αποκάλυψη, έκθεση, έλλειψη, διαρρεύσει, διαφυγής, διαρροή, ντρίμπλα, αποπνέουν, απαλλαγή,