διαρρεύσει Συνώνυμα


Διαρρεύσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • στάζουν, διαποτίζω, διαρροή, αποπνέουν, στάγδην, εκχύλισμα, φίλτρο, ντρίμπλα, φιλτράρω, διαπερνούν, όσμωση.
διαρρεύσει Συνώνυμο συνδέσεις: διαρροή, αποπνέουν, στάγδην, εκχύλισμα, φίλτρο, ντρίμπλα, διαπερνούν,