Πολιορκήσουν Συνώνυμα
Πολιορκήσουν Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- βασανίζεται, περιβάλλουν, επίθεση, περικυκλώνουν, αποκλεισμός, οδόφραγμα, πολιορκήσει, πολιορκώ, στρίφωμα.
- πλήθος γύρω, hem, hedge, φράχτη, περιορίζουν, πλήθος, να μπλοκάρει, εμποδίζουν, περικλείουν, να εμποδίζουν, να καθυστερήσουν, σταματήσει.