γκρινιάρης Συνώνυμα


Γκρινιάρης Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • γκρινιάρης, ill-tempered, ευερέθιστος, εκκεντρικός, κατσούφης, συνοδευτικά, κακότροπος, pettish, σόκορο, οργίλη, δυσαρεστημένους, οξύθυμος, από τα είδη, κυκλοθυμική.
  • κακή-μετριάζεται, εριστικός, ευερέθιστος, ιδιότροπος, οργίλη, εκκεντρικός, οξύθυμος, σταυρός, οργισμένο, αντιθέτως, την διεστραμμένη.
  • σκυθρωπός, ill-tempered, οργίλη, γκρινιάρης, κατσούφης, νευρικός, οξύθυμος, σταυρός, οι testy, querulous, δυσαρεστημένος, νευριασμένος, γκρίνια.

Γκρινιάρης Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • καταγγελία, μνησικακία, αδικίας, θρήνος, διαμαρτυρία, αντίρρηση, απλό, τον/την dareao, κακάρισμα.
  • μίζερος, malcontent, παραπονιάρης, crosspatch, αρκούδα, grumbler, καβούρια, faultfinder, ασταθές.

Γκρινιάρης Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • γκρινιάζουν, διαμαρτύρονται, γκρινιάζω, καβούρια, μελαγχολώ, snap, πέρδικα, γκρινιάζει, φύσημα, ψιθυρίζω.
γκρινιάρης Συνώνυμο συνδέσεις: γκρινιάρης, ill-tempered, ευερέθιστος, εκκεντρικός, κατσούφης, κακότροπος, pettish, σόκορο, οξύθυμος, κυκλοθυμική, κακή-μετριάζεται, εριστικός, ευερέθιστος, ιδιότροπος, εκκεντρικός, οξύθυμος, σκυθρωπός, ill-tempered, γκρινιάρης, κατσούφης, νευρικός, οξύθυμος, οι testy, querulous, δυσαρεστημένος, νευριασμένος, γκρίνια, καταγγελία, μνησικακία, θρήνος, αντίρρηση, απλό, μίζερος, malcontent, crosspatch, αρκούδα, γκρινιάζουν, διαμαρτύρονται, γκρινιάζω, μελαγχολώ, snap, φύσημα, ψιθυρίζω,

γκρινιάρης Αντώνυμα