γκρινιάζουν Συνώνυμα


Γκρινιάζουν Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • βουίζει, βροντή, γκρινιάζω, muttering, drumming, ρολό.
  • καταγγελία, gripe, θρήνος, αδικίας, faultfinding, δυσαρέσκεια, repining.

Γκρινιάζουν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • διαμαρτύρονται, repine, gripe, γκρινιάζει, φύσημα, αποδοκιμάζουμε, grouch, πέρδικα.
  • ψιθυρίζω, γκρινιάζω, βροντή, βουίζει, ρολό, βρυχηθμό.
γκρινιάζουν Συνώνυμο συνδέσεις: βουίζει, γκρινιάζω, καταγγελία, gripe, θρήνος, faultfinding, δυσαρέσκεια, διαμαρτύρονται, repine, gripe, φύσημα, ψιθυρίζω, γκρινιάζω, βουίζει,