Αιρετική Συνώνυμα


Αιρετική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ανορθόδοξη, ετερόδοξοι, σχισματική, αιρετικός, αντιφρονών, αποκλίνουσα, ρεβιζιονιστικές, ασθενής, ειδωλολατρική, freethinking.
  • κομματική, τοπικιστικά, θίγεται, cultist, cultish, φανατικός, της κλίκας, αποκλειστική, στενόμυαλος, υιοθετεί μία συμπεριφορά αυτοκαταστροφική, φυλετικός, πιστός, φατριαστική, άκαμπτο, δογματική.
Αιρετική Συνώνυμο συνδέσεις: αιρετικός, αντιφρονών, ασθενής, ειδωλολατρική, τοπικιστικά, φανατικός, υιοθετεί μία συμπεριφορά αυτοκαταστροφική, φυλετικός, πιστός, δογματική,

Αιρετική Αντώνυμα