τοπικιστικά Συνώνυμα


Τοπικιστικά Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • περιορισμένη, στενό, επαρχιακό, νησιωτικές, αδιαφώτιστος, προστατευμένη, κοντόφθαλμο, μυωπικός, μυωπία, απλές.
τοπικιστικά Συνώνυμο συνδέσεις: περιορισμένη, επαρχιακό, αδιαφώτιστος, μυωπία, απλές,

τοπικιστικά Αντώνυμα