υπερβολικά αυστηρός Συνώνυμα


Υπερβολικά Αυστηρός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • δύστροπος, γκρινιάρης, αυστηρός, faultfinding, κακόβουλη, σχολαστικός, persnickety, απαιτητική, άτολμος, querulous, υποτιμητικά, hairsplitting, finical, γκρίνια.
υπερβολικά αυστηρός Συνώνυμο συνδέσεις: δύστροπος, γκρινιάρης, αυστηρός, faultfinding, κακόβουλη, σχολαστικός, persnickety, απαιτητική, άτολμος, querulous, hairsplitting, finical, γκρίνια,

υπερβολικά αυστηρός Αντώνυμα