τραυματική Συνώνυμα


Τραυματική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • συγκλονιστικό, τραυματίζοντας, ανατρέποντας, αποπροσανατολισμός, διατάραξη, απενεργοποίηση, παράλυση, ουλές, επίπονο, αποδιοργάνωση, σύγχυση.
τραυματική Συνώνυμο συνδέσεις: συγκλονιστικό, τραυματίζοντας, απενεργοποίηση, παράλυση, σύγχυση,

τραυματική Αντώνυμα