τραυματίζοντας Συνώνυμα


Τραυματίζοντας Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ανατινάξεις, μαρασμό, καυτό, searing, ανελέητο, καυστική, κοπής, άγριος, καυστικό, δηκτικό, σοβαρή, άγριο.
τραυματίζοντας Συνώνυμο συνδέσεις: μαρασμό, ανελέητο, καυστική, άγριος, καυστικό, σοβαρή, άγριο,

τραυματίζοντας Αντώνυμα