συγκλονιστικό Συνώνυμα


Συγκλονιστικό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • καταπλήσσω, τρομακτικό, εκπληκτική, συντριπτική, κόβει την ανάσα, σκανδαλώδες, scandalizing, numbing, πρόσκρουση, εξωφρενική, φοβερός, άθλιο, φρικτός, πραγματικά εκπληκτική.
συγκλονιστικό Συνώνυμο συνδέσεις: καταπλήσσω, τρομακτικό, εκπληκτική, συντριπτική, κόβει την ανάσα, άθλιο, φρικτός,

συγκλονιστικό Αντώνυμα