άθλιο Συνώνυμα


Άθλιο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • καταβεβλημένος, τρομακτική, νεκρικός, συγκλονιστική, χλεμπονιάρης, φασματική, πελιδνός, απωθητικό, φοβερό, τρομερό, ζοφερή, τρομερός, τρομακτικές.
άθλιο Συνώνυμο συνδέσεις: καταβεβλημένος, συγκλονιστική, χλεμπονιάρης, φασματική, πελιδνός, φοβερό, τρομερό, ζοφερή, τρομερός,