τρίξιμο Συνώνυμα
Τρίξιμο Συνώνυμα Επίθετο μορφή
- εξαντλητική.
Τρίξιμο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- κόβω, θάρρος, αντοχή, σπονδυλική στήλη, επιμονή, σθένος.
- λειαντικά, άμμο, χώμα, χαλίκι.
- προδίδω, στριγκλιά, τρίζει, διαπεραστική κραυγή, κελαηδούν, φτηνή, τιτίβισμα, peep.
Τρίξιμο Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- προδίδω, σχάρα, τρίζει, στηριγμα κελαηδούν, κρυφοκοιτάζω, φτηνή, τιτίβισμα, stridulate.
- τρόχισμα, gnash, σχάρα, κρίσιμη στιγμή, ξύστε, τρίψτε, rasp.