αντοχή Συνώνυμα


Αντοχή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αντοχή, σθένος, σταθερότητα, ανθεκτικότητα, μονιμότητα, στιβαρότητα, τραχύτητα, hardihood, hardiness, ανοχή.
  • αντοχή.
  • δύναμη, ευρωστία, hardiness, αντοχή, ανθεκτικότητα, στιβαρότητα, τραχύτητα, σθένος, ζωτικότητα, ενέργεια.
αντοχή Συνώνυμο συνδέσεις: αντοχή, σθένος, ανθεκτικότητα, μονιμότητα, hardihood, ανοχή, αντοχή, δύναμη, αντοχή, ανθεκτικότητα, σθένος, ζωτικότητα,

αντοχή Αντώνυμα