ανθεκτικότητα Συνώνυμα


Ανθεκτικότητα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ελαστικότητα, τέντωμα, αναπήδηση, ανθεκτικότητα, springiness, άνοιξη, tensility, ολκιμότητα, δίνουν, ευελιξία, ευκαμψία, προσαρμοστικότητα.
  • ευελιξία, προσαρμοστικότητα, ευκαμψία, πλευστότητα, ανταπόκριση, διαθεσιμότητα, ανεκτικότητα.
ανθεκτικότητα Συνώνυμο συνδέσεις: τέντωμα, ανθεκτικότητα, springiness, άνοιξη, tensility, ολκιμότητα, ευκαμψία, προσαρμοστικότητα, προσαρμοστικότητα, ευκαμψία, πλευστότητα, ανεκτικότητα,

ανθεκτικότητα Αντώνυμα