πλευστότητα Συνώνυμα


Πλευστότητα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ανθεκτικότητα.
  • ευθυμία.
πλευστότητα Συνώνυμο συνδέσεις: ανθεκτικότητα, ευθυμία,