λειαντικά Συνώνυμα


Λειαντικά Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ενοχλητικό, άσχημη, κοπής, δυσάρεστες, hurtful, καυστική, καταστροφική, απότομη, δάγκωμα, εξοργιστικό, τρίψιμο.
λειαντικά Συνώνυμο συνδέσεις: ενοχλητικό, άσχημη, hurtful, καυστική, καταστροφική, απότομη, εξοργιστικό, τρίψιμο,

λειαντικά Αντώνυμα