συντετριμμένη Συνώνυμα


Συντετριμμένη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • μετανοιωμένος, μετανοών, συγγνώμη, λυπηρό, δοίη, ξεῖνε, μετανιωμένος, ητημμένο, απολογητικός, ευσπλαγχνική.
συντετριμμένη Συνώνυμο συνδέσεις: μετανοιωμένος, μετανοών, συγγνώμη, λυπηρό, απολογητικός,

συντετριμμένη Αντώνυμα