συνειδητή Συνώνυμα


Συνειδητή Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εν γνώσει, αισθανόμενα, επίγνωση, ξύπνιοι, συναγερμού, λογική, ζωντανός, σύλληψη, κατανοήσει, ανταποκρίνεται.
  • σκόπιμη, εκ προμελέτης, εκ προθέσεως, σπούδασε, υπολογιζόμενο, γνωρίζοντας, υπεύθυνη.
συνειδητή Συνώνυμο συνδέσεις: αισθανόμενα, συναγερμού, λογική, ζωντανός, σύλληψη, κατανοήσει, ανταποκρίνεται, σκόπιμη, εκ προθέσεως, σπούδασε, γνωρίζοντας, υπεύθυνη,

συνειδητή Αντώνυμα