σοκάρει Συνώνυμα


Σοκάρει Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • πλάγια, periphrasis, wordiness, circuitousness, κρυψίνοια, πολυλογία, παρέκβαση, diffuseness, redundance, απόλυση, καθέρξῃς, μακράς διάρκειας, κοτλέ, bombast, αλαμπουρνέζικα, pleonasm, μωρολογία, ευφημισμός.
σοκάρει Συνώνυμο συνδέσεις: πλάγια, periphrasis, wordiness, circuitousness, πολυλογία, παρέκβαση, απόλυση, καθέρξῃς, μακράς διάρκειας, κοτλέ, bombast, αλαμπουρνέζικα, pleonasm, μωρολογία,

σοκάρει Αντώνυμα