σοκάρει Αντώνυμα


Σοκάρει Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • λακωνικό, αμεσότητα, σθένος, αυστηρότητα, συντομία, περιεκτικότητα.

σοκάρει Συνώνυμα