πολυλογία Συνώνυμα


Πολυλογία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • garrulity.
  • wordiness, καθέρξῃς, verbalism, μακράς διάρκειας, περίφραση, diffuseness, μωρολογία, bombast, blather, πολυλογία, logorrhea, garrulity, θερμού αέρα.
  • πλεονασμού.
πολυλογία Συνώνυμο συνδέσεις: garrulity, wordiness, καθέρξῃς, verbalism, μακράς διάρκειας, μωρολογία, bombast, blather, πολυλογία, logorrhea, garrulity, θερμού αέρα,

πολυλογία Αντώνυμα