προδοτική Συνώνυμα


Προδοτική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • προδοτική, ύπουλη, ψευδή, άπιστος, άπιστους, twofaced, double-dealing, άπιστοι, στασιαστικός, ανταρτικός, recreant, αποστάτης.
προδοτική Συνώνυμο συνδέσεις: προδοτική, ύπουλη, άπιστος, twofaced, double-dealing, άπιστοι, στασιαστικός, ανταρτικός, recreant, αποστάτης,

προδοτική Αντώνυμα