πιάσε Συνώνυμα


Πιάσε Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αρασέ, μονομιάς, πιάστε, ξιφίζω, περάσει, κατάσχεση, ο συμπλέκτης.

Πιάσε Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • δήμευση, αποσπώ, επιτάξουν, απαλλοτριώσει, λεηλατούν, περίπτωση.
  • εντυπωσιάσει, απεργία, επηρεάζουν, ξεσηκώνουν, συνεπάγεται, ενδιαφέρον.
  • κατάσχεση, αρασέ, συλλάβει, κόβω, μονομιάς, κατανοήσουν.
πιάσε Συνώνυμο συνδέσεις: αρασέ, ξιφίζω, περάσει, κατάσχεση, αποσπώ, λεηλατούν, εντυπωσιάσει, απεργία, συνεπάγεται, ενδιαφέρον, κατάσχεση, αρασέ, κόβω,

πιάσε Αντώνυμα