ορθόδοξη Συνώνυμα
Ορθόδοξη Συνώνυμα Επίθετο μορφή
- ανενδοίαστης, δογματική, άκαμπτο, κομφορμιστική, αυστηρή, υιοθετεί μία συμπεριφορά αυτοκαταστροφική, στενό, αφοσιωμένος.
- αποδεκτή, εγκεκριμένο, σύνηθες, συμβατικά, συντηρητική, καθιερωμένη, επίσημη, παραδοσιακά, πρότυπο, σωστή, επικρατούσα, συνηθισμένο, κανονική.