κανονική Συνώνυμα


Κανονική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • μέσος όρος, μέσος, διάμεσος, μεσοπρόθεσμα.
  • τακτική, πρότυπο, συνήθως, μοντέλο, εκπρόσωπος, τυπικό, συνήθης, ορθόδοξη, συμβατικά, γενικά, αναμενόμενη, παραδοσιακά, συνηθίσει.
κανονική Συνώνυμο συνδέσεις: μέσος, τακτική, συνήθως, μοντέλο, τυπικό, συνήθης, ορθόδοξη, γενικά, συνηθίσει,

κανονική Αντώνυμα