ορθόδοξη Αντώνυμα


Ορθόδοξη Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • αιρετική, ετερόδοξοι, ριζική, σχισματική.
  • ασυνήθιστο, καινοτόμος, αντισυμβατικό, δοκιμαστεί στην πράξη, ατομικιστική.

ορθόδοξη Συνώνυμα