ομολογήσω Συνώνυμα


Ομολογήσω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αναγνωρίζουν, παραδέχονται, παραχωρήσει, δική, εμπιστεύομαι, ομολογούν, εκθέτουν.
  • πρεσβεύουν, αποκαλύψει, βεβαιώνουν, πρόδηλη, δείχνουν, επιδείξει, αποκαλύπτουν, δηλώνουν.
ομολογήσω Συνώνυμο συνδέσεις: αναγνωρίζουν, παραχωρήσει, δική, εμπιστεύομαι, ομολογούν, πρεσβεύουν, αποκαλύψει, βεβαιώνουν, δείχνουν, επιδείξει, αποκαλύπτουν,

ομολογήσω Αντώνυμα