ξεμπερδέψουν Συνώνυμα


Ξεμπερδέψουν Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • διαλευκάνουν, ξετυλίξουν, unweave, ισιώσει έξω, ξεκαθαρίσω, εξηγήσει, εξηγώ, unsnarl, επίλυση, να βγει, ραβέλ, disencumber, ξεμπλέκω.
ξεμπερδέψουν Συνώνυμο συνδέσεις: ξετυλίξουν, ισιώσει έξω, ξεκαθαρίσω, εξηγήσει, εξηγώ, επίλυση, να βγει, ραβέλ,

ξεμπερδέψουν Αντώνυμα