μονότονο Συνώνυμα


Μονότονο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • θαμπό, άχρωμο, ανιαρή, θλιβερό, σκοτεινός, λύτης, βαρύς, ζοφερή, άψυχο, unexciting, άγονο, ανούσιος, επίπεδη, ανούσια, πληκτικός, κοινός τόπος.

Μονότονο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • απεριποίητη γυναίκα.
μονότονο Συνώνυμο συνδέσεις: θαμπό, άχρωμο, ανιαρή, θλιβερό, σκοτεινός, λύτης, βαρύς, ζοφερή, άψυχο, ανούσιος, πληκτικός, απεριποίητη γυναίκα,

μονότονο Αντώνυμα