μεταμόρφωση Συνώνυμα


Μεταμόρφωση Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • μεταμόρφωση, μεταστοιχείωση, μετατροπής, μετάλλαξη, αλλοίωση, μεταλλαγή, αλλαγή, αναγέννηση, μετουσίωσή της.
μεταμόρφωση Συνώνυμο συνδέσεις: μεταμόρφωση, μετατροπής, αλλοίωση, μεταλλαγή, αλλαγή, αναγέννηση,