λαϊκός Συνώνυμα


Λαϊκός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • σπιτική, άτυπη, ταπεινός, ζεστό, γειτονίας, φιλόξενο, λιτό, simple-hearted, κάθε ημέρα, φυσικό, άξεστος, φιλικό, αυθόρμητη.
λαϊκός Συνώνυμο συνδέσεις: σπιτική, άτυπη, ταπεινός, ζεστό, φιλόξενο, λιτό, φυσικό, άξεστος, φιλικό, αυθόρμητη,

λαϊκός Αντώνυμα