λαχανιάζω Συνώνυμα


Λαχανιάζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • λαχανιάζουν, λαχανιάζω, συριγμό, αναστεναγμό, πλήγμα, αναπνέει, αναπνέω.
  • τον κυμαίνεται, palpitate, παλμό, σφύζουν, τρέμουν, φαρέτρα, quaver, πτερυγισμού, κούνημα, νικήσει, τύμπανο.
λαχανιάζω Συνώνυμο συνδέσεις: λαχανιάζω, συριγμό, πλήγμα, τον κυμαίνεται, palpitate, σφύζουν, τρέμουν, φαρέτρα, κούνημα, νικήσει,