συριγμό Συνώνυμα


Συριγμό Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • λαχανιάζουν, λαχανιάζω, φύσημα, ταμπάκο, όσφρηση, συνάχι, σουσουνίζω, whiffle, γκρινιάζει.
συριγμό Συνώνυμο συνδέσεις: λαχανιάζω, φύσημα, ταμπάκο, όσφρηση, συνάχι, σουσουνίζω,