κορυφώνονται Συνώνυμα


Κορυφώνονται Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ωριμάζουν, αποκορύφωμα, τέλος, φινίρισμα, έχει ως αποτέλεσμα, καταναλώνω, τέλεια, στέμμα, ολοκλήρωση, ολοκληρώσει, εκπληρώσει, καπάκι, επίτευξη, περατωθεί.
κορυφώνονται Συνώνυμο συνδέσεις: ωριμάζουν, αποκορύφωμα, τέλος, φινίρισμα, τέλεια, στέμμα, ολοκληρώσει, εκπληρώσει, επίτευξη,

κορυφώνονται Αντώνυμα