κοίλο Συνώνυμα
Κοίλο Συνώνυμα Επίθετο μορφή
- άκυρη, κενή, βυθισμένη, ανασκαμμένο, ειδικού τύπου ενδομυελικά, κοίλη.
- μάταια, κενός, ευρύχωρο, ανειλικρινής, κενή, κενό, χωρίς νόημα.
Κοίλο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- κατάθλιψη, κοιλότητα, βαθούλωμα, σχισμή, λακκάκι, λεκάνη, τρύπα, κρατήρας, ανασκαφή, εσοχή.